- δῑθυραμβοποιητική
- δῑθυραμβο-ποιητική, ἡ, Dithyrambendichtkunst
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
διθυραμβοποιητική — writing of dithyrambic poetry fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διθυραμβοποιητική — η (Α διθυραμβοποιητική) η τέχνη τής σύνθεσης διθυράμβων … Dictionary of Greek
διθυραμβοποιία — η [διθυραμβοποιός] διθυραμβοποιητική … Dictionary of Greek